- ἀποκαλέσει
- ἀποκαλέωrecallaor subj act 3rd sg (epic)ἀποκαλέωrecallfut ind mid 2nd sgἀποκαλέωrecallfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθρωπομορφισμός — H τάση να αποδίδεται ανθρώπινη φύση στις θεότητες. O όρος, με μια σημασία πιο πρόσφατη και γενική, υποδηλώνει επίσης κάθε συλλογισμό ή φιλοσοφική θεωρία που, για να εξηγήσει ό,τι δεν είναι άνθρωπος (θεός, φυσικά, βιολογικά και άλλα φαινόμενα),… … Dictionary of Greek
Αραγκόν, Λουί — (Louis Aragon, Παρίσι 1897 – Παρίσι 1982). Γάλλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Ολόκληρο το έργο του κυριαρχείται από τρεις δυνάμεις: την πολιτική στράτευση, την πατρίδα και τον έρωτα για τη γυναίκα του, την Έλσα Τριολέ, στην οποία, όπως λέει,… … Dictionary of Greek
Αρετίνο, Πιέτρο — (Pietro Aretinο, Αρέτσο 1492 – Βενετία 1556). Φιλολογικό ψευδώνυμο τουΙταλού συγγραφέα Πιέτρο ντελ Τούρα. Γιος του Λούκα ντελ Τούρα, τσαγκάρη, και της Μαργκερίτα Μπόντσι, από φτωχή αλλά όχι άσημη οικογένεια, άλλαξε το πατρικό του όνομα, όταν o… … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek
Κλεάνθης — I (331; – Αθήνα 232; π.Χ.). Στωικός φιλόσοφος. Το 282 π.Χ. πήγε στην Αθήνα, όπου παρακολούθησε τη διδασκαλία και δέχτηκε την επιρροή του Ζήνωνα, ιδρυτή της στωικής σχολής. Αρχικά ήταν αθλητής. Μολονότι ήταν φτωχός, είχε αποδεχθεί την κατάστασή… … Dictionary of Greek
Ξενόκριτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχαίος Έλληνας λυρικός (6ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τους Επιζεφύριους Λοκρούς της Κάτω Ιταλίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν τυφλός εκ γενετής και σύγχρονος του Στησίχορου. Ο Πλούταρχος τον είχε αποκαλέσει «ηγεμόνα… … Dictionary of Greek